ὑπηλιφής

ὑπηλιφής
ὑπηλιφής
pitched
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπηλιφής — ές, Α (για πλοίο) αυτός που έχει αλειφθεί από κάτω, πισσωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ηλιφής (< θ. αλιφ τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἀλείφω), πρβλ. δι ηλιφής. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”